Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoviàggio, viàggio
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [ˈvjadʤo], [viˈadʤo] το ταξίδι permalink
Locuzioni, modi di dire, esempiagente [αρσ. και θηλ.] di viaggi = ο ταξιδιωτικός πράκτορας || agenzia [θηλ.] viaggi = το πρακτορείο ταξιδίων || buon viaggio [αρσ.] = καλό ταξίδι || spese [θηλ. πλυθ.] di viaggio = τα ναυλά || viaggio [αρσ.] d'affari = το ταξίδι για δουλειές, το επαγγελματικό ταξίδι || viaggio [αρσ.] di nozze = το γαμήλιο ταξίδι, το ταξίδι του γάμου || viaggio [αρσ.] di piacere = ταξείδι αναψυχής || viaggio [αρσ.] organizzato = το οργανωμένο ταξίδι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |