Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoviabilità
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [viabiliˈta] 1 κώδικας οδικής κυκλοφορίας 2 κατασκευές οδικών δικτύων 3 μελέτη και κατασκευή οδικού δικτύου 4 οδικό δίκτυο 5 διαβατότητα 6 οδικές συνθήκες 7 χρήση του δρόμου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |