Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianovenderéccio
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [vendeˈretʧo] 1 δωροδοκούμενος 2 εξαγοράσιμος 3 μίσθαρνος 4 εξωνημένος 5 ζητούμενος από αγοραστές 6 κατάλληλος για πούλημα 7 αργυρώνητος 8 που μπορεί να πουληθεί permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |