Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianovendicàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [vendiˈkare] 1 γδικιέμαι 2 βγάζω το άχτι μου 3 ξεπληρώνω 4 τιμωρώ 5 εκδικούμαι ανταποδίδοντας το κακό 6 ανταποδίδω το κακό 7 εκδικιέμαι 8 εκδικούμαι 9 ξεδικούμαι 10 αντεκδικούμαι 11 ξεδικιούμαι vendicarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [vendiˈkarsi] εκδικούμαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |