Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianovenàto
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [veˈnato] 1 με φλέβες 2 φλεβώδης 3 με απόχρωση 4 με νερά (μάρμαρο) 5 με σχέδια σαν φλέβες 6 με σχήματα σαν νευρώσεις permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |