Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianotosàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [toˈzare] 1 κόβω τα μαλλιά κοντά (με την ψιλή) 2 γδέρνω (πελάτες σε τιμές) 3 κλαδεύω (θάμνους φράχτη) 4 κουρεύω (όχι για ανθρώπους) 5 κουρεύω πολύ (άνθρωπο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |