Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianotórvo
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [ˈtorvo] 1 σκαιός 2 κατσούφης 3 σκουντούφλης 4 στριμμένος 5 σκυθρωπός 6 κακόκεφος 7 μακάβριος 8 αμείλικτος 9 αυταρχικός 10 κακοδιάθετος 11 δύστροπος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |