stàmpo
sostantivo maschile
Pronuncia I.P.A.: [ˈstampo]
1 μέταλλο με διάτρητη επιγραφή
2 μήτρα αναπαραγωγής δίσκων
3 χαρακτήρας
4 τύπος (για άνθρωπο)
5 είδος (ανθρώπου)
6 μήτρα αναγλύφου
7 εκμαγείο
8 καλούπι
9 μήτρα
10 τύπος
11 φόρμα
sostantivo maschile
Pronuncia I.P.A.: [ˈstampo]
1 μέταλλο με διάτρητη επιγραφή
2 μήτρα αναπαραγωγής δίσκων
3 χαρακτήρας
4 τύπος (για άνθρωπο)
5 είδος (ανθρώπου)
6 μήτρα αναγλύφου
7 εκμαγείο
8 καλούπι
9 μήτρα
10 τύπος
11 φόρμα
permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
stampo (s. masch.)
Our sites
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Our mobile applications
Android