ItalianoGreco


stampìno  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [stamˈpino]

1 ζουμπάς (εργαλείο)
2 χαρτί με διάτρητη επιγραφή
3 σουβλί
4 φόρμα (για γλυκά)
5 σακοράφα
6 σφραγίδα
7 στάμπα
8 τύπωμα
9 μέταλλο με διάτρητη επιγραφή
10 εκτύπωση

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---