stàcco
sostantivo maschile
Pronuncia I.P.A.: [ˈstakko]
1 ασυνέχεια
2 παύση
3 διάστημα
4 διακοπή συνέχειας
5 χρωματική αντίθεση (κοντράστ)
6 προβολή
7 προέκταση
8 διάλειμμα
9 αποσύνδεση
10 απόσπαση
11 αποκόλληση
12 ξεκόλλημα
13 απογείωση (σε άλμα)
14 διαχωρισμός
15 χωρισμός
sostantivo maschile
Pronuncia I.P.A.: [ˈstakko]
1 ασυνέχεια
2 παύση
3 διάστημα
4 διακοπή συνέχειας
5 χρωματική αντίθεση (κοντράστ)
6 προβολή
7 προέκταση
8 διάλειμμα
9 αποσύνδεση
10 απόσπαση
11 αποκόλληση
12 ξεκόλλημα
13 απογείωση (σε άλμα)
14 διαχωρισμός
15 χωρισμός
permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
stacco (s. masch.)
Our sites
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Our mobile applications
Android