stabilizzatóre
sostantivo maschile
Pronuncia I.P.A.: [stabiliddzaˈtore]
1 οριζόντιος σταθεροποιητής αεροσκάφους
2 επιφάνεια σταθεροποίησης αεροσκάφους
3 σταθεροποιητής
4 σταθεροποιητής (χημικός)
stabilizzatóre
aggettivo
Pronuncia I.P.A.: [stabiliddzaˈtore]
σταθεροποιητικός
sostantivo maschile
Pronuncia I.P.A.: [stabiliddzaˈtore]
1 οριζόντιος σταθεροποιητής αεροσκάφους
2 επιφάνεια σταθεροποίησης αεροσκάφους
3 σταθεροποιητής
4 σταθεροποιητής (χημικός)
stabilizzatóre
aggettivo
Pronuncia I.P.A.: [stabiliddzaˈtore]
σταθεροποιητικός
permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
stabilizzatore (s. masch.)
stabilizzatore (agg.)
Our sites
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Our mobile applications
Android