ItalianoGreco


stabilìto  
aggettivo e sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [stabiˈlito]

1 ορισμένος
2 δεδομένος
3 κανονισμένος
4 τακτοποιημένος
5 συμφωνημένος
6 θεσπισμένος
7 εγκατεστημένος
8 εδραιωμένος
9 σταθερός
10 παγιωμένος

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---