ItalianoGreco


squinternàre  
verbo transitivo

Pronuncia I.P.A.: [skwinterˈnare]

1 διασαλεύω
2 διαταράσσω
3 ανατρέπω
4 ταράσσω
5 χαλώ (σχέδια κλπ.)
6 μπατάρω
7 προκαλώ σύγχυση
8 ξεχαρβαλώνω
9 τεμαχίζω
10 διαλύω
11 τα κάνω άνω κάτω
12 ανακατώνω
13 αναστατώνω

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---