ItalianoGreco


sragionévole  
aggettivo

Pronuncia I.P.A.: [zraʤoˈnevole]

1 εξωλογικός
2 άτοπος
3 εξωφρενικός
4 παράλογος
5 παραλογικός
6 άλογος
7 ακαταλόγιστος
8 ασυνάρτητος
9 ασυνεπής
10 ασύνδετος

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---