spuntàre
verbo intransitivo
Pronuncia I.P.A.: [spunˈtare]
1 (togliere la punta) ξεμυτίζω
2 (sorgere) ανατέλλω, βγαίνω
3 (germoglio) γυτρώνω
4 (persona) ξεφυτρώνω
spuntàre
verbo transitivo
Pronuncia I.P.A.: [spunˈtare]
1 ξεκαρφιτσώνω
2 ξεκαρφώνω
3 ξεπερνώ
4 κάνω έλεγχο τιμών ή δελτίου
5 υπερέχω
6 σπάζω μυτερό άκρο
7 αμβλύνω
8 κόβω άκρο
9 αφαιρώ τα περιττά
10 ξακρίζω
spuntarsi
verbo pronominale*
Pronuncia I.P.A.: [spunˈtarsi]
1 κοπάζω
2 σβήνω
3 ατονώ
4 καταλαγιάζω
5 χάνω την οξύτητα μου
6 αμβλύνομαι
7 ξεθυμαίνω
8 ξεκαρφώνομαι
verbo intransitivo
Pronuncia I.P.A.: [spunˈtare]
1 (togliere la punta) ξεμυτίζω
2 (sorgere) ανατέλλω, βγαίνω
3 (germoglio) γυτρώνω
4 (persona) ξεφυτρώνω
spuntàre
verbo transitivo
Pronuncia I.P.A.: [spunˈtare]
1 ξεκαρφιτσώνω
2 ξεκαρφώνω
3 ξεπερνώ
4 κάνω έλεγχο τιμών ή δελτίου
5 υπερέχω
6 σπάζω μυτερό άκρο
7 αμβλύνω
8 κόβω άκρο
9 αφαιρώ τα περιττά
10 ξακρίζω
spuntarsi
verbo pronominale*
Pronuncia I.P.A.: [spunˈtarsi]
1 κοπάζω
2 σβήνω
3 ατονώ
4 καταλαγιάζω
5 χάνω την οξύτητα μου
6 αμβλύνομαι
7 ξεθυμαίνω
8 ξεκαρφώνομαι
permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
spuntare (v. intr.)
spuntare (v. trans.)
spuntarsi (v. pron.)
Our sites
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Our mobile applications
Android