ItalianoGreco


spuntóne  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [spunˈtone]

1 κοντό δόρυ πεζικάριου (παλιό)
2 απότομη προεξοχή βράχου (ορειβασία)
3 ακίδα
4 ράβδος με μυτερή σιδερένια άκρη

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---