ItalianoGreco


spignoràre  
verbo transitivo

Pronuncia I.P.A.: [spiɲɲoˈrare]

1 εξαγοράζω ποινή
2 εξαγοράζω υπόλοιπο οφειλής (και παίρνω πίσω ενέχυρο)
3 απαλλάσσω από κατάσχεση
4 απελευθερώνω με λύτρα

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---