ItalianoGreco


spignoraménto  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [spiɲɲoraˈmento]

1 αποπληρωμή υπολοίπου ποσού
2 αποπληρωμή ποσού με λήψη πίσω του ενεχύρου
3 λύτρωση
4 απαλλαγή από κατάσχεση
5 εξαγορά υπολοίπου ποσού ή ποινής

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---