ItalianoGreco


spicciolàto  
aggettivo

Pronuncia I.P.A.: [spitʧoˈlato]

1 ο σε κέρματα
2 ο σε ψιλά
3 κοντός και αδύνατος (ειρωνικά)
4 ο σε κέρματα
5 ο σε ψιλά
6 ο σε λιανά

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---