ItalianoGreco


spiccicàto  
aggettivo

Pronuncia I.P.A.: [spitʧiˈkato]

1 ολόμοιος
2 εντελώς όμοιος
3 ολόφτυστος
4 φτυστός
5 πανόμοιος
6 απαράλλακτος
7 ολόιδιος
8 απαράλλαχτος
9 εντελώς ο ίδιος
10 ατόφιος

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---