spèrpero
sostantivo maschile
Pronuncia I.P.A.: [ˈspɛrpero]
1 ανεμοσκόρπισμα
2 κατασπατάληση
3 διασκόρπιση
4 ξεκοκάλισμα
5 κατασώτευση
6 άμετρο ξόδεμα
7 σπατάλη
8 άσκοπη και συνεχής δαπάνη
9 άσκοπη και υπερβολική δαπάνη
10 διασπάθιση
sostantivo maschile
Pronuncia I.P.A.: [ˈspɛrpero]
1 ανεμοσκόρπισμα
2 κατασπατάληση
3 διασκόρπιση
4 ξεκοκάλισμα
5 κατασώτευση
6 άμετρο ξόδεμα
7 σπατάλη
8 άσκοπη και συνεχής δαπάνη
9 άσκοπη και υπερβολική δαπάνη
10 διασπάθιση
permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
sperpero (s. masch.)
Our sites
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Our mobile applications
Android