ItalianoGreco


sperticàto  
aggettivo

Pronuncia I.P.A.: [spertiˈkato]

1 εξογκωμένος
2 μεγιστοποιημένος
3 αφειδής
4 υπερβολικός
5 δυσανάλογα μακρύς
6 πολύ μακρύς
7 δυσανάλογος

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---