ItalianoGreco


smorzàre  
verbo transitivo

Pronuncia I.P.A.: [zmorˈtsare]

1 καταπραΰνω
2 καταπαύω
3 διαγράφω
4 ανακουφίζω
5 κατασβήνω
6 καταπνίγω
7 κατευνάζω
8 απαλείφω
9 μειώνω την ένταση
10 ελαττώνω την ένταση
11 σβήνω
12 καταστέλλω δονήσεις ή κραδασμούς
13 σκοτεινιάζω
14 τυλίγω για να πνίξω ήχο
15 ηχομονώνω

smorzàrsi  
verbo pronominale intransitivo

Pronuncia I.P.A.: [zmorˈtsarsi]

1 ανακουφίζομαι
2 σβήνω
3 ηρεμώ
4 μειώνομαι σταδιακά (για ένταση ήχου ή φωτός ή χρώματος)
5 ξεθωριάζω

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---