ItalianoGreco


smòrto  
aggettivo

Pronuncia I.P.A.: [ˈzmɔrto]

1 άψυχος
2 μουντός
3 ανέκφραστος
4 ενεργών με μισή καρδιά
5 ο χωρίς προσωπικότητα
6 αποχαυνωμένος
7 άτονος
8 χλομός
9 άχρωμος
10 ωχρός
11 κιτρινιάρης
12 πελιδνός
13 πανιασμένος

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---