Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianosacràle
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [saˈkrale] 1 σύμφωνος με την θέληση του Θεού 2 σεβαστός 3 σχετικός με τον Θεό 4 σχετικός με ιερό οστό 5 όσιος 6 ιερός 7 αβεβήλωτος 8 αφιερωμένος στον Θεό 9 άγιος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |