Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianosacramentàrio
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [sakramenˈtarjo] 1 αιρετικός που πιστεύει ότι ο Χριστός παρίσταται συμβολικά στη θεία κοινωνία 2 πιστός σε τελετές μυστηρίων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |