ItalianoGreco


rinfòrzo  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [rinˈfɔrtso]

1 αντιστήριγμα
2 βοήθεια
3 ατσάλωμα
4 υποστήριξη
5 επίρρωση
6 ισχυροποίηση
7 στήριξη
8 θέριεμα
9 προστασία
10 στήριγμα
11 υποβοήθηση
12 έδραση
13 κραταίωση
14 τόνωση
15 φορτσάρισμα
16 ενίσχυση
17 δυνάμωμα
18 ανακούφιση
19 ενδυνάμωση
20 ενθάρρυνση

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---