Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianorinforzàre
verbo intransitivo Pronuncia I.P.A.: [rinforˈtsare] 1 εντείνομαι 2 ενδυναμώνομαι 3 ισχυροποιούμαι 4 φορτσάρω 5 τονώνομαι 6 γιγαντεύω 7 καρδαμώνω 8 ενισχύομαι 9 δυναμώνω 10 αντρειεύομαι 11 ανακαρώνω rinforzàre verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [rinforˈtsare] 1 προστατεύω 2 οπλίζω 3 ισχυροποιώ 4 στηρίζω 5 τονώνω 6 αντιστυλώνω 7 υποστηρίζω 8 ενισχύω 9 ενδυναμώνω 10 δυναμώνω 11 βοηθώ 12 ενθαρρύνω 13 κραταιώνω 14 ατσαλώνω rinforzarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [rinforˈtsarsi] 1 εντείνομαι 2 ενδυναμώνομαι 3 ισχυροποιούμαι 4 φορτσάρω 5 τονώνομαι 6 γιγαντεύω 7 καρδαμώνω 8 ενισχύομαι 9 δυναμώνω 10 αντρειεύομαι 11 ανακαρώνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |