ItalianoGreco


rigoróso  
aggettivo

Pronuncia I.P.A.: [rigoˈroso], [rigoˈrozo]

1 άτεγκτος
2 σχολαστικός με την εθιμοτυπία
3 απέριττος
4 σκληρός
5 ασκητικός
6 δρακόντειος
7 άκαμπτος
8 σοβαρός
9 αυστηρός
10 δριμύς
11 λιτός
12 ανεπιεικής
13 τραχύς
14 περιορισμένος
15 πουριτανικός
16 αμείλικτος
17 ανεπιτήδευτος
18 ακριβής

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---