Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoriguardóso
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [rigwarˈdoso], [rigwarˈdozo] 1 αβρός 2 διακριτικός 3 ευγενικός 4 γεμάτος σεβασμό 5 συνετός 6 προσεκτικός 7 ευγενής 8 υπολογίζων τους άλλους 9 πλήρης σεβασμού 10 παρατηρητικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |