Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianorigogliòso
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [rigoʎˈʎoso], [rigoʎˈʎozo] 1 παραγωγικός 2 οργιαστικός 3 θαλερός 4 πλούσιος 5 πολυτελής 6 περίσσιος 7 άφθονος 8 πληθωρικός 9 προσοδοφόρος 10 υπεράφθονος 11 πλουσιοπάροχος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |