Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianorigattière
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [rigatˈtjɛre] 1 πλανόδιος αγοραστής παλιών αντικειμένων 2 έμπορος παλιών και μεταχειρισμένων αντικειμένων 3 παλιατζής 4 λαὶκός παλαιοπώλης 5 παλαιοπώλης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |