Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianorigàto
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [riˈgato] 1 γραμμωτός 2 ριγέ 3 νοτισμένος 4 βρεγμένος 5 ριγωτός 6 χαρακωτός 7 αυλακωτός 8 διαγραμμισμένος 9 μουσκεμένος 10 χαρακωμένος 11 ρυτιδωμένος 12 ραβδωτός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |