Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianorifulgènte
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [rifulˈʤɛnte] 1 ακτινοβολών 2 εκπέμπων αγάπη ή ευτυχία 3 εκπεμπόμενος με ακτινοβολία 4 ακτινοβόλος 5 εκπέμπων ακτινοβόλο θερμότητα 6 λάμπων 7 αγλαός 8 εκπέμπων βιολογική ακτινοβολία 9 σελασφόρος 10 λαμπρός 11 ερυθροπυρωμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |