Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianorifrìggere
verbo intransitivo Pronuncia I.P.A.: [riˈfridʤere] 1 ενοχλούμαι 2 ξεροτηγανίζομαι 3 εξοργίζομαι rifrìggere verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [riˈfridʤere] 1 επαναλαμβάνω τα ίδια και τα ίδια 2 επαναλαμβάνω μονότονα 3 κοπανάω τα ίδια και τα ίδια 4 τηγανίζω ξανά 5 ξεροτηγανίζω 6 τηγανίζω πολύ 7 ξεροψήνω στο τηγάνι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |