Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoriespórre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [riesˈporre] 1 παρουσιάζω ξανά 2 ερμηνεύω πάλι 3 διατυπώνω ξανά 4 επιδεικνύω ξανά 5 εξηγώ πάλι 6 ξαναδείχνω 7 προσκομίζω ξανά 8 επανεκθέτω 9 εκθέτω εκ νέου riesporsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [riesˈporsi] 1 μένω έκθετος ξανά 2 εκτίθεμαι ξανά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |