Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoriéntro
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [riˈentro] 1 φύρα 2 επιστροφή 3 επανείσοδος στην ατμόσφαιρα της γης 4 μάζεμα 5 επάνοδος 6 εσοχή 7 συστολή 8 συρρίκνωση 9 στένεμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |