Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoricórso
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [riˈkorso] 1 καταφυγή για βοήθεια 2 καταφυγή 3 επανάληψη 4 αίτηση ακύρωσης 5 έφεση 6 επανεμφάνιση 7 προσφυγή 8 καταφυγή για προστασία 9 αίτηση ανάκλησης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |