Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoriabilitazióne
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [riabilitatˈtsjone] 1 αποκατάσταση 2 ανάπλαση 3 αναμόρφωση 4 ανάνηψη 5 αποκατάσταση (υγείας) 6 επισκευή αποκατάστασης 7 επαναφορά 8 επανόρθωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |