Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoriabilitàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [riabiliˈtare] 1 παλινορθώνω 2 επαναφέρω στην κανονική ζωή 3 αποκαθιστώ την καλή φήμη 4 επαναφέρω 5 καθιστώ ικανό για μια ακόμη φορά 6 αναμορφώνω 7 αποκαθιστώ riabilitarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [riabiliˈtarsi] 1 επαναφέρω το καλό μου όνομα 2 αποκαθιστώ την υπόληψη μου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |