Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoreingrèsso
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [reinˈgrɛsso] 1 δεύτερη ή νέα είσοδος 2 χαρτί που ξαναβάζει στο παιχνίδι 3 πάρσιμο πίσω ιδιοκτησίας 4 επανείσοδος σε ατμόσφαιρα γης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |