Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoreintegrazióne
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [reintegratˈtsjone] 1 αποκατάσταση 2 νέα ολοκλήρωση 3 επαναφορά 4 επισκευή αποκατάστασης 5 επιστροφή χρημάτων 6 απόδοση 7 επανόρθωση 8 παλινόρθωση 9 αποζημίωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |