Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoregolàto
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [regoˈlato] 1 λογικός 2 εξισορροπημένος 3 τακτοποιημένος 4 τακτικός 5 μεθοδικός 6 μετρημένος 7 κανονικός 8 διαλλακτικός 9 ισορροπημένος 10 ισόρροπος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |