Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoregrèsso
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [reˈgrɛsso] 1 ξεπεσμός 2 κίνηση προς τα πίσω 3 μαρασμός 4 οπισθοχώρηση 5 αναδρομή 6 αταβισμός 7 διολίσθηση σκάφους 8 πισωδρόμισμα 9 οπισθοδρόμηση 10 καρκινοβασία 11 κατάπτωση 12 πισωγύρισμα 13 προσφυγή για βοήθεια ή προστασία (νομική) 14 παρακμή 15 υποχώρηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |