Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoredazióne
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [redatˈtsjone] 1 συντακτικό προσωπικό 2 ερανισμός 3 διατύπωση 4 εράνισμα 5 γραφείο έκδοσης 6 κατάρτιση 7 σύνταξη 8 εκδοχή 9 κατάστρωση 10 επέμβαση (σε κείμενο ή πρόγραμμα) 11 έκδοση (αναθεωρημένη) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |