Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoredìmere
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [reˈdimere] 1 απαλλάσσω 2 σώζω 3 περισώζω 4 ανασχηματίζω 5 απολυτρώνω 6 ελευθερώνω από αμαρτίες 7 λυτρώνω 8 ελευθερώνω 9 αποδεσμεύω 10 απελευθερώνω 11 ελευθερώνω με λύτρα redimersi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [reˈdimersi] λυτρώνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |