Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianorattristànte
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [rattrisˈtante] 1 τυραννικός 2 καταθλιπτικός 3 αλγεινός 4 μελαγχολικός 5 θλιμμένος 6 δύσθυμος 7 βαρύθυμος 8 απαισιόδοξος 9 καταπιεστικός 10 πικραντικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |