Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoravvaloràre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [ravvaloˈrare] 1 προσεπικυρώνω 2 επαληθεύω 3 ισχυροποιώ ένα επιχείρημα 4 αποδεικνύω 5 κυρώνω 6 επικυρώνω 7 επαναφέρω σε ισχύ 8 προσκυρώνω 9 επιβεβαιώνω 10 εξακριβώνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |