Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianorassodato
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [rassoˈdato] 1 παγιωμένος 2 πακτωμένος 3 στερεός 4 ακλόνητος 5 εμπεδωμένος 6 σκληραγωγημένος 7 σκληροτράχηλος 8 σταθερός 9 σκληρός 10 στερεωμένος 11 άκαμπτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |