Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianorastrellàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [rastrelˈlare] 1 ξεκαθαρίζω 2 τσαγκρουνίζω 3 κάνω εκκαθαριστικές επιχειρήσεις 4 χτενίζω (στρατιωτικά) 5 μαζεύω διασκορπισμένους 6 σαρώνω 7 μαζεύω με περικύκλωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |